Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
View word page
πληγή

-ῆς, ἡ

[πληγ- as in πλήσσω.]

ShortDef

a blow, stroke

Debugging

Headword:
πληγή
Headword (normalized):
πληγή
Headword (normalized/stripped):
πληγη
IDX:
7785
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7786
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[πληγ- as in πλήσσω.]</p>'}