Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
View word page
πλέω

Also πλείω Od. 15.34, Od. 16.368. πλώω Il. 21.302 : Od. 5.240.

2 pl. fut. in mid. form πλεύσεσθε Od. 12.25.

(ἀναπλέω, ἀποπλείω, ἐπιπλέω, καταπλέω, παραπλώω).

ShortDef

to sail, go by sea

Debugging

Headword:
πλέω
Headword (normalized):
πλέω
Headword (normalized/stripped):
πλεω
IDX:
7783
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7784
Key:

Data

{'content': '<p>Also πλείω Od. 15.34, Od. 16.368. πλώω Il. 21.302 : Od. 5.240.</p> <p>2 pl. fut. in mid. form πλεύσεσθε Od. 12.25.</p> <p>(ἀναπλέω, ἀποπλείω, ἐπιπλέω, καταπλέω, παραπλώω).</p>'}