Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
View word page
πλευρά

τά

[cf. πλευραί.]

In collective sense, the side of the body : πλευρὰ οὔτησε ξυστῷ (in the side) Il. 4.468. Cf. Il. 11.437.

ShortDef

a rib

Debugging

Headword:
πλευρά
Headword (normalized):
πλευρά
Headword (normalized/stripped):
πλευρα
IDX:
7781
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7782
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[cf. πλευραί.]</p> <p>In collective sense, the side of the body : πλευρὰ οὔτησε ξυστῷ (in the side) Il. 4.468. Cf. Il. 11.437.</p>'}