Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
View word page
πλέκω

3 sing. aor. ἔπλεξε Il. 14.176.

Aor. pple. mid. πλεξάμενος Od. 10.168.

(περι-)

ShortDef

to plait, twine, twist, weave, braid

Debugging

Headword:
πλέκω
Headword (normalized):
πλέκω
Headword (normalized/stripped):
πλεκω
IDX:
7779
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7780
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔπλεξε Il. 14.176.</p> <p>Aor. pple. mid. πλεξάμενος Od. 10.168.</p> <p>(περι-)</p>'}