Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
View word page
πλεκτός

-ή, -όν

[πλεκ-, πλέκω.]

ShortDef

plaited, twisted

Debugging

Headword:
πλεκτός
Headword (normalized):
πλεκτός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτος
IDX:
7778
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7779
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[πλεκ-, πλέκω.]</p>'}