Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
View word page
πλεῖστος

-η, -ον, superl.

[πλε-ῖστος. Cf. πλείων.]

ShortDef

most, largest

Debugging

Headword:
πλεῖστος
Headword (normalized):
πλεῖστος
Headword (normalized/stripped):
πλειστος
IDX:
7775
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7776
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον, superl.</p> <p>[πλε-ῖστος. Cf. πλείων.]</p>'}