Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
πλέος
View word page
πλανάομαι

3 pl. πλανόωνται.

ShortDef

stray from

Debugging

Headword:
πλανάομαι
Headword (normalized):
πλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
πλαναομαι
IDX:
7770
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7771
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. πλανόωνται.</p>'}