Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
πλέκω
View word page
πλάζω

[πλαγ-. Cf. πληγή, πλήσσω.]

3 sing. aor. πλάγξε Od. 24.307.

Fut. mid. πλάγξομαι Od. 15.312.

3 sing. aor. pass. πλάγχθη Il. 11.351 : Od. 1.2.

Pple. πλαγχθείς, -έντος Il. 14.120 : Od. 7.278, Od. 13.278.

(ἀπο-, ἐπι-, παρα-, προσ-)

ShortDef

to make to wander
[> πλάσσω]

Debugging

Headword:
πλάζω
Headword (normalized):
πλάζω
Headword (normalized/stripped):
πλαζω
IDX:
7769
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7770
Key:

Data

{'content': '<p>[πλαγ-. Cf. πληγή, πλήσσω.]</p> <p>3 sing. aor. πλάγξε Od. 24.307.</p> <p>Fut. mid. πλάγξομαι Od. 15.312.</p> <p>3 sing. aor. pass. πλάγχθη Il. 11.351 : Od. 1.2.</p> <p>Pple. πλαγχθείς, -έντος Il. 14.120 : Od. 7.278, Od. 13.278.</p> <p>(ἀπο-, ἐπι-, παρα-, προσ-)</p>'}