Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
πλεκτός
View word page
πλαγκτοσύνη
-ης, ἡ
[as πλαγκτός.]
Wandering, a roving life : πλαγκτοσύνης κακώτερον Od. 15.343.
ShortDef
roaming
Debugging
Headword:
πλαγκτοσύνη
Headword (normalized):
πλαγκτοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πλαγκτοσυνη
IDX:
7768
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7769
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[as πλαγκτός.]</p> <p>Wandering, a roving life : πλαγκτοσύνης κακώτερον Od. 15.343.</p>'}