Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
πλείων
View word page
πλαγκτός

[πλαγκ-, πλάζω. Sent adrift.]

Unsettled, crazy.

Absol. in voc. Od. 21.363.

ShortDef

wandering, roaming

Debugging

Headword:
πλαγκτός
Headword (normalized):
πλαγκτός
Headword (normalized/stripped):
πλαγκτος
IDX:
7767
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7768
Key:

Data

{'content': '<p>[πλαγκ-, πλάζω. Sent adrift.]</p> <p>Unsettled, crazy.</p> <p>Absol. in voc. Od. 21.363.</p>'}