Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
πλατύς
πλέες
πλεῖος
πλεῖστος
πλείω
View word page
πίων

-ονος.

Fem. πίειρα. Superl. πιότατος Il. 9.577.

ShortDef

fat, plump

Debugging

Headword:
πίων
Headword (normalized):
πίων
Headword (normalized/stripped):
πιων
IDX:
7766
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7767
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος.</p> <p>Fem. πίειρα. Superl. πιότατος Il. 9.577.</p>'}