Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
πλατάνιστος
View word page
τέσσαρες

[Aeolic form of τέσσαρες.]

Four Il. 15.680, Il. 23.171, Il. 24.233 : Od. 5.70, Od. 22.111.

With another numeral : π. καὶ εἴκοσι Od. 16.249.

ShortDef

four

Debugging

Headword:
τέσσαρες
Headword (normalized):
τέσσαρες
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρες
IDX:
7761
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7762
Key:

Data

{'content': '<p>[Aeolic form of τέσσαρες.]</p> <p>Four Il. 15.680, Il. 23.171, Il. 24.233 : Od. 5.70, Od. 22.111.</p> <p>With another numeral : π. καὶ εἴκοσι Od. 16.249.</p>'}