Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
πλανάομαι
View word page
πίσυνος
[πιθ-, πείθω.]
ShortDef
trusting on, relying
Debugging
Headword:
πίσυνος
Headword (normalized):
πίσυνος
Headword (normalized/stripped):
πισυνος
IDX:
7760
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7761
Key:
Data
{'content': '<p>[πιθ-, πείθω.]</p>'}