Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλάζω
View word page
πιστόω

[πιστός.]

To make trustworthy.

ShortDef

to make trustworthy

Debugging

Headword:
πιστόω
Headword (normalized):
πιστόω
Headword (normalized/stripped):
πιστοω
IDX:
7759
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7760
Key:

Data

{'content': '<p>[πιστός.]</p> <p>To make trustworthy.</p>'}