Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
πιών
πίων
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
View word page
πιστός

-όν

[πιθ-τός, fr. πιθ-, πείθω.]

ShortDef

liquid (medicines)
to be trusted

Debugging

Headword:
πιστός
Headword (normalized):
πιστός
Headword (normalized/stripped):
πιστος
IDX:
7758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7759
Key:

Data

{'content': '<p>-όν</p> <p>[πιθ-τός, fr. πιθ-, πείθω.]</p>'}