Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
πίτυς
πιφαύσκω
View word page
πίον
3 pl. aor. πίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πίον
Headword (normalized):
πίον
Headword (normalized/stripped):
πιον
IDX:
7754
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7755
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. πίνω.</p>'}