Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
πίσσα
πιστός
πιστόω
πίσυνος
τέσσαρες
πίτνημι
View word page
πινυτός
-ή
[prob. fr. πνυ-. See πέπνυμαι.]
ShortDef
wise, prudent, discreet, understanding
Debugging
Headword:
πινυτός
Headword (normalized):
πινυτός
Headword (normalized/stripped):
πινυτος
IDX:
7752
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7753
Key:
Data
{'content': '<p>-ή</p> <p>[prob. fr. πνυ-. See πέπνυμαι.]</p>'}