Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
πῖσος
View word page
πῖλος

ὁ.

Felt Il. 10.265.

ShortDef

wool made into felt; felt cap

Debugging

Headword:
πῖλος
Headword (normalized):
πῖλος
Headword (normalized/stripped):
πιλος
IDX:
7746
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7747
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ.</p> <p>Felt Il. 10.265.</p>'}