Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πιέζω
πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
πίπτω
View word page
πίλναμαι

[cf. πελάζω.]

(ἐπι-, προσ-)

ShortDef

draw near, near, approach

Debugging

Headword:
πίλναμαι
Headword (normalized):
πίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
πιλναμαι
IDX:
7745
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7746
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. πελάζω.]</p> <p>(ἐπι-, προσ-)</p>'}