Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πιέειν
πιέζω
πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
πίναξ
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πίνω
πίον
View word page
πικρός

-ή, -όν (in Od. 4.406 of two terminations)

[prob. πικ-, πευκ-. Cf. πευκεδανός.]

ShortDef

pointed, sharp, keen

Debugging

Headword:
πικρός
Headword (normalized):
πικρός
Headword (normalized/stripped):
πικρος
IDX:
7744
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7745
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν (in Od. 4.406 of two terminations)</p> <p>[prob. πικ-, πευκ-. Cf. πευκεδανός.]</p>'}