Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πῆχθεν
πῆχυς
πῖαρ
πῖδαξ
πιδήεις
πίε
πιέειν
πιέζω
πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
πίμπλημι
View word page
πιεσθείς
aor. pple. pass. πιέζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πιεσθείς
Headword (normalized):
πιεσθείς
Headword (normalized/stripped):
πιεσθεις
IDX:
7738
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7739
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. pass. πιέζω.</p>'}