Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πηρός
πῆχθεν
πῆχυς
πῖαρ
πῖδαξ
πιδήεις
πίε
πιέειν
πιέζω
πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
πιμπλάνω
View word page
πίειρα

fem. πίων.

ShortDef

fat, rich

Debugging

Headword:
πίειρα
Headword (normalized):
πίειρα
Headword (normalized/stripped):
πιειρα
IDX:
7737
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7738
Key:

Data

{'content': '<p>fem. πίων.</p>'}