Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πήρη
πηρός
πῆχθεν
πῆχυς
πῖαρ
πῖδαξ
πιδήεις
πίε
πιέειν
πιέζω
πιεῖν
πίειρα
πιεσθείς
πίῃ
πιθήσας
πιθόμην
πίθος
πικρόγαμος
πικρός
πίλναμαι
πῖλος
View word page
πιεῖν
πιέμεν
aor. infin. πίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πιεῖν
Headword (normalized):
πιεῖν
Headword (normalized/stripped):
πιειν
IDX:
7736
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7737
Key:
Data
{'content': '<p>πιέμεν</p> <p>aor. infin. πίνω.</p>'}