Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
πήληξ
πῆμα
πημαίνω
πηνίον
πῆξε
πηός
πήρη
πηρός
πῆχθεν
πῆχυς
πῖαρ
πῖδαξ
πιδήεις
πίε
View word page
πηνίον
τό.
ShortDef
the bobbin
Debugging
Headword:
πηνίον
Headword (normalized):
πηνίον
Headword (normalized/stripped):
πηνιον
IDX:
7723
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7724
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}