Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
πήληξ
πῆμα
πημαίνω
πηνίον
πῆξε
πηός
πήρη
πηρός
πῆχθεν
πῆχυς
View word page
πῆλε
3 sing. aor. πάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πῆλε
Headword (normalized):
πῆλε
Headword (normalized/stripped):
πηλε
IDX:
7719
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7720
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. πάλλω.</p>'}