Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
πήληξ
πῆμα
πημαίνω
πηνίον
πῆξε
πηός
πήρη
View word page
πηδάω

(ἀμ-)

ShortDef

to leap, spring, bound

Debugging

Headword:
πηδάω
Headword (normalized):
πηδάω
Headword (normalized/stripped):
πηδαω
IDX:
7716
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7717
Key:

Data

{'content': '<p>(ἀμ-)</p>'}