Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
πήληξ
πῆμα
πημαίνω
πηνίον
View word page
πηγός
[πηγ-, πήγνυμι.]
ShortDef
well put together, compact, strong
Debugging
Headword:
πηγός
Headword (normalized):
πηγός
Headword (normalized/stripped):
πηγος
IDX:
7713
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7714
Key:
Data
{'content': '<p>[πηγ-, πήγνυμι.]</p>'}