Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
πήληξ
View word page
πηγή

-ῆς, ἡ.

ShortDef

running waters, streams

Debugging

Headword:
πηγή
Headword (normalized):
πηγή
Headword (normalized/stripped):
πηγη
IDX:
7710
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7711
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}