Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
πηκτός
πῆλε
View word page
πη

enclitic.

ShortDef

[Dor. in some way, somehow]

Debugging

Headword:
πη
Headword (normalized):
πη
Headword (normalized/stripped):
πη
IDX:
7709
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7710
Key:

Data

{'content': '<p>enclitic.</p>'}