Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πηδόν
View word page
πεφυῶτας

acc. pl. masc. pf. pple. φύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφυῶτας
Headword (normalized):
πεφυῶτας
Headword (normalized/stripped):
πεφυωτας
IDX:
7707
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7708
Key:

Data

{'content': '<p>acc. pl. masc. pf. pple. φύω.</p>'}