Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
View word page
πεφυλαγμένος

pf. pple. mid. φυλάσσω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφυλαγμένος
Headword (normalized):
πεφυλαγμένος
Headword (normalized/stripped):
πεφυλαγμενος
IDX:
7705
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7706
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. mid. φυλάσσω.</p>'}