Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
View word page
πεφύκασι

3 pl. pf. φύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφύκασι
Headword (normalized):
πεφύκασι
Headword (normalized/stripped):
πεφυκασι
IDX:
7704
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7705
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. φύω.</p>'}