Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
πηγός
View word page
πεφυζότες
nom. pl. masc. pf. pple. φεύγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεφυζότες
Headword (normalized):
πεφυζότες
Headword (normalized/stripped):
πεφυζοτες
IDX:
7703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7704
Key:
Data
{'content': '<p>nom. pl. masc. pf. pple. φεύγω.</p>'}