Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφήσεαι
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
πήγνυμι
View word page
πεφυγμένος

pf. pple. mid. φεύγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφυγμένος
Headword (normalized):
πεφυγμένος
Headword (normalized/stripped):
πεφυγμενος
IDX:
7702
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7703
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. mid. φεύγω.</p>'}