Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφεύγοι
πεφήσεαι
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
πη
πηγή
πηγεσίμαλλος
View word page
πεφύασι

3 pl. pf. φύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφύασι
Headword (normalized):
πεφύασι
Headword (normalized/stripped):
πεφυασι
IDX:
7701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7702
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. φύω.</p>'}