Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγκάς
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
ἀγνώς
ἀγνώσασκε
ἄγνωστος
View word page
ἀγκών

-ῶνος, ὁ

[ἄγκος.]

ShortDef

the bend of the arm, the elbow

Debugging

Headword:
ἀγκών
Headword (normalized):
ἀγκών
Headword (normalized/stripped):
αγκων
IDX:
76
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.77
Key:

Data

{'content': '<p>-ῶνος, ὁ</p> <p>[ἄγκος.]</p>'}