Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεφάσθαι
πεφασμένον
πέφαται
πεφεύγοι
πεφήσεαι
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
πεφοβήατο
πέφραδε
πεφρίκασι
πεφύασι
πεφυγμένος
πεφυζότες
πεφύκασι
πεφυλαγμένος
πεφυρμένος
πεφυῶτας
πη
View word page
πεφοβήατο

3 pl. plupf. pass. φοβέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφοβήατο
Headword (normalized):
πεφοβήατο
Headword (normalized/stripped):
πεφοβηατο
IDX:
7698
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7699
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. plupf. pass. φοβέω.</p>'}