Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀναπίμπλημι
ἀναπλέω
ἀνάπνευσις
ἀναπνέω
ἀνάποινος
ἀναπρήθω
ἀνάπτω
ἀνάπυστος
ἀναροιβδέω
ἀναρπάζω
ἀναρρήγνυμι
ἀναρρίπτω
ἀναρροιβδέω
ἀνάρσιος
ἄναρχος
ἀνασεύω
ἀνασπάω
ἄνασσα
ἀνάσσω
ἀνασταδόν
ἀναστάς
View word page
ἀναρρήγνυμι

[ἀνα- 6.]

3 sing. aor. opt. ἀναρρήξειε Od. 3.63.

Pple. ἀναρρήξας Il. 6.461.

Nom. dual masc. -αντε Il. 18.582.

ShortDef

to break up

Debugging

Headword:
ἀναρρήγνυμι
Headword (normalized):
ἀναρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αναρρηγνυμι
IDX:
768
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.769
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 6.]</p> <p>3 sing. aor. opt. ἀναρρήξειε Od. 3.63.</p> <p>Pple. ἀναρρήξας Il. 6.461.</p> <p>Nom. dual masc. -αντε Il. 18.582.</p>'}