Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
πεφασμένον
πέφαται
πεφεύγοι
πεφήσεαι
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
πέφνον
View word page
πέφανται
3 pl. pf. pass. φένω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέφανται
Headword (normalized):
πέφανται
Headword (normalized/stripped):
πεφανται
IDX:
7687
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7688
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pf. pass. φένω.</p>'}