Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
πεφασμένον
πέφαται
πεφεύγοι
πεφήσεαι
πεφήσεται
πεφήσεται
πεφιδέσθαι
πεφιδήσεται
View word page
πέφανται

3 sing. pf. pass. φαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέφανται
Headword (normalized):
πέφανται
Headword (normalized/stripped):
πεφανται
IDX:
7686
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7687
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. pass. φαίνω.</p>'}