Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
πεφασμένον
πέφαται
πεφεύγοι
πεφήσεαι
πεφήσεται
View word page
πευκεδανός

[πευκ-, sharp, prob. conn. with pug-, pungo. Cf. ἐχεπευκής, περιπευκής, πικρός.]

ShortDef

destructive (?)

Debugging

Headword:
πευκεδανός
Headword (normalized):
πευκεδανός
Headword (normalized/stripped):
πευκεδανος
IDX:
7683
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7684
Key:

Data

{'content': '<p>[πευκ-, sharp, prob. conn. with pug-, pungo. Cf. ἐχεπευκής, περιπευκής, πικρός.]</p>'}