Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
πεφασμένον
πέφαται
View word page
πέτρος

-ου, ὁ

[cf. πέτρη.]

ShortDef

a stone
Petrus, Peter

Debugging

Headword:
πέτρος
Headword (normalized):
πέτρος
Headword (normalized/stripped):
πετρος
IDX:
7680
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7681
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[cf. πέτρη.]</p>'}