Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
πεφασμένον
View word page
πετρήεις

-εσσα

[πέτρη.]

ShortDef

rocky

Debugging

Headword:
πετρήεις
Headword (normalized):
πετρήεις
Headword (normalized/stripped):
πετρηεις
IDX:
7679
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7680
Key:

Data

{'content': '<p>-εσσα</p> <p>[πέτρη.]</p>'}