Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύσομαι
πέφανται
πέφανται
πεφάσθαι
View word page
πέτρα
-ης, ἡ
[cf. πέτρος.]
ShortDef
a rock, a ledge
Petra
Debugging
Headword:
πέτρα
Headword (normalized):
πέτρα
Headword (normalized/stripped):
πετρα
IDX:
7678
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7679
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[cf. πέτρος.]</p>'}