Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
πευκάλιμος
View word page
πεσών
aor. pple. πίπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεσών
Headword (normalized):
πεσών
Headword (normalized/stripped):
πεσων
IDX:
7672
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7673
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. πίπτω.</p>'}