Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
πέτρος
πυνθάνομαι
View word page
πέσσω
[πεπ-. Later πέπτω. Cf. πέπων.]
(κατα-)
ShortDef
to cook, bake; to ripen, to digest
Debugging
Headword:
πέσσω
Headword (normalized):
πέσσω
Headword (normalized/stripped):
πεσσω
IDX:
7671
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7672
Key:
Data
{'content': '<p>[πεπ-. Later πέπτω. Cf. πέπων.]</p> <p>(κατα-)</p>'}