Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρήεις
View word page
πεσέονται

3 pl. fut. πίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεσέονται
Headword (normalized):
πεσέονται
Headword (normalized/stripped):
πεσεονται
IDX:
7669
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7670
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. fut. πίπτω.</p>'}