Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
περιχώομαι
περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
πετάννυμι
πετεηνός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
View word page
πέσε
3 sing. aor. πίπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέσε
Headword (normalized):
πέσε
Headword (normalized/stripped):
πεσε
IDX:
7668
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7669
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. πίπτω.</p>'}