Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρων
περιφύω
περιχέω
περιχώομαι
περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
πέταλον
View word page
περονάω

[περόνη.]

ShortDef

to pierce, pin

Debugging

Headword:
περονάω
Headword (normalized):
περονάω
Headword (normalized/stripped):
περοναω
IDX:
7663
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7664
Key:

Data

{'content': '<p>[περόνη.]</p>'}