πέρνημι
[cf. περάω2.]
3 sing. pa. iterative πέρνασκε Il. 24.752.
To export for sale, sell to foreign buyers : πολλὰ φρυγίην κτήματα περνάμενʼ ἵκει Il. 18.292.
To sell into slavery : περνὰς νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il. 22.45. Cf. Il. 24.752.