Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

περιφαίνομαι
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρων
περιφύω
περιχέω
περιχώομαι
περιωπή
περιώσιος
περκνός
πέρνημι
περονάω
περόνη
περόωσι
πέρσα
περῶντα
πέσε
πεσέονται
πεσσός
πέσσω
πεσών
View word page
πέρνημι

[cf. περάω2.]

3 sing. pa. iterative πέρνασκε Il. 24.752.

To export for sale, sell to foreign buyers : πολλὰ φρυγίην κτήματα περνάμενʼ ἵκει Il. 18.292.

To sell into slavery : περνὰς νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il. 22.45. Cf. Il. 24.752.

ShortDef

to export for sale, to sell

Debugging

Headword:
πέρνημι
Headword (normalized):
πέρνημι
Headword (normalized/stripped):
περνημι
IDX:
7662
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7663
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. περάω2.]</p> <p>3 sing. pa. iterative πέρνασκε Il. 24.752.</p> <p>To export for sale, sell to foreign buyers : πολλὰ φρυγίην κτήματα περνάμενʼ ἵκει Il. 18.292.</p> <p>To sell into slavery : περνὰς νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il. 22.45. Cf. Il. 24.752.</p>'}